Ἀριμασποί

Ἀριμασποί
Ἀριμασποί, οἱ, Scythian word, meaning
A one-eyed, derived by Hdt. 4.27 from [full] ἄριμα = ἕν, σποῦ = ὀφθαλμός; by Eust.ad D.P.31 from [full] ἀρί = ἕν, μασπός = ὀφθαλμός :

Ἀ. ἱπποβάμων A.Pr.805

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀριμασποί — one eyed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριμασποί — Αρχαίος σκυθικός λαός μονοφθάλμων, κατά τον Ηρόδοτο, που τους τοποθετούσε στη σημερινή Σιβηρία· αναφέρει πως άρπαξαν από τους Γρύπες (φτερωτά τέρατα) χρυσάφι. O Στράβων λέει πως o ποιητής Αριστέας o Προκοννήσιος, που έζησε στις αρχές του 6ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀριμασποῖς — Ἀριμασποί one eyed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριμασποῖσιν — Ἀριμασποί one eyed masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριμασπούς — Ἀριμασποί one eyed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριμασπῶν — Ἀριμασποί one eyed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРИАСПЫ —    • Ariaspae,          Άριάσπαι, по толкованию Риттера (Erdkunde 8, 66), «конный народ из Арии»; иногда называются Άριμασποί. Жили в южной части Дрангианы на границе Гедросии. Прозвище Εύεργέται было отличием тех, которые оказали личную услугу… …   Реальный словарь классических древностей

  • АРИМАСПЫ —    • Arimaspi,          Άριμασποί, (Neumann, Hellenen im Scythenlande, 1, 195 производит имя из монгольского языка и переводит «горцы»), сказочный народ, живший будто бы на крайнем северо востоке, у Ринейских гор, т. е., вероятно, у золотоносного …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”